έχθιστος

έχθιστος
-η, -ο (ΑΜ ἔχθιστος, -ίστη, -ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, -άτη, -ον)
ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ' Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ.
β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.)
αρχ.
ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. υπερθ. τού επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιστος (πρβλ. αίσχ-ιστος < αισχρός, ήδ-ιστος < ηδύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔχθιστος — most hateful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστω — ἔχθιστος most hateful masc/neut nom/voc/acc dual ἔχθιστος most hateful masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστων — ἔχθιστος most hateful fem gen pl ἔχθιστος most hateful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστως — ἔχθιστος most hateful adverbial ἔχθιστος most hateful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχθιστον — ἔχθιστος most hateful masc acc sg ἔχθιστος most hateful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίσταις — ἔχθιστος most hateful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστη — ἔχθιστος most hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστην — ἔχθιστος most hateful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστης — ἔχθιστος most hateful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθίστοιο — ἔχθιστος most hateful masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”